Θεέ μου, Θεέ μου, τι βάσανα δεν γνώρισα και τι εξευτελισμούς όταν ήμουν παιδί, και το μόνο που μου πρότειναν σαν κανόνα ενάρετης ζωής ήταν να είμαι υπάκουος σε ανθρώπους που μοναδικό τους ενδιαφέρον ήταν να με διδάξουν ένα πράγμα: πώς να λάμψω εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο, και πώς να διαπρέψω στις τέχνες της φλυαρίας για να κερδίσω ανθρώπινες τιμές και πλούτη. Με στείλαν τότε στο σχολείο να μάθω γράμματα. Όμως μου ήταν αδύνατον να καταλάβω ο άμοιρος γιατί είναι τέλος πάντων τόσο χρήσιμα. Και όμως, λίγο να έκανα πως τεμπελιάζω, οι μεγάλοι με έδερναν, και έβρισκαν άριστη αυτήν τη μέθοδο. Και σ’ αυτούς τους δρόμους προχωρούσα, δρόμους γεμάτους αγκάθια που είχαν ανοίξει αμέτρητοι πρόγονοι μας για να περάσουμε κι εμείς, φορτωμένοι με διπλούς κόπους και βάσανα, εμείς οι γιοι του Αδάμ.
Όμως από τότε, Κύριε, γνωρίζαμε ανθρώπους που προσεύχονταν στ’ όνομα σου. Από αυτούς τους ανθρώπους μάθαμε, όσο βέβαια μπορούσαμε, να σε σκεφτόμαστε σαν κάποιον μεγάλο που μπορεί, ακόμα κι αν δεν μας φανερώνεται, να μας ακούει και να μας συντρέχει. Κι έτσι άρχισα, παιδί ακόμη, να προσεύχομαι σε σένα, «στήριγμα και καταφυγή μου», κι έσπασα τα δεσμά της γλώσσας – ήμουν μικρός, μα τι φωνή έβγαλα! – για να σ’ επικαλεστώ και να σε εκλιπαρήσω να μη με δέρνουν στο σχολείο. Και όταν δεν άκουγες τα παρακάλια μου, «για να μην παραδοθώ στην ανοησία», τότε οι μεγάλοι, ακόμη και οι γονείς μου που ήθελαν μόνο το καλό μου, γελούσαν όταν έτρωγα τις ξυλιές, που τότε ήταν για μένα ό,τι χειρότερο και ό,τι πιο προσβλητικό.
Κύριε, έχω τούτη την απορία. Μπορεί άραγε να υπάρξει ένας άνθρωπος με γενναία καρδιά, που να σου έχει δοθεί με μιαν αγάπη άνευ ορίων – όμως αυτό μπορεί επίσης να το κάνει και μια απλοϊκή καρδιά – αναρωτιέμαι λοιπόν, μπορεί άραγε να υπάρξει ένας άνθρωπος με τόσο μεγάλη αγάπη μέσα του, τόσο δεμένος μαζί σου που να μην λογαριάζει πια ούτε τα σουβλιά ούτε τα σιδερένια νύχια και όλα τα άλλα σύνεργα των βασανιστηρίων – δηλαδή όλα αυτά που τα τρέμουν οι άνθρωποι σ’ ολόκληρη την οικουμένη, και σου προσπέφτουν και σε ικετεύουν για να τους γλιτώσεις –, και αυτός ο ίδιος άνθρωπος να γελά με αυτούς που τα φοβούνται; Και όμως αυτό έκαναν οι γονείς μου όταν γελούσαν βλέποντας με να τρώω ξύλο από το δάσκαλο. Γιατί, αληθινά, αυτό το ξύλο το έτρεμα σαν βασανιστήριο, και με την ίδια δύναμη σε ικέτευα να με προφυλάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι λιγόστευαν και οι αταξίες μου, αφού δεν έγραφα ούτε διάβαζα και δεν είχα το μυαλό στα γράμματα όσο μου ζητούσαν.
Δεν υστερούσα σε μνήμη ή σε ευφυΐα. Ευδόκησες, Κύριε, να έχω αρκετή για την ηλικία μου. Μου άρεσε όμως να παίζω, και γι αυτό με τιμωρούσαν άνθρωποι που έκαναν τα ίδια και απαράλλαχτα. Όμως οι μεγάλοι τα παιχνίδια τους τα ονομάζουν «σοβαρές υποθέσεις». Δηλαδή οι μεγάλοι τιμωρούν τα παιδιά για πράγματα που κάνουν οι ίδιοι, και κανείς δεν λυπάται ούτε αυτά ούτε εκείνους, ενώ θα έπρεπε να τους λυπάται όλους. Τώρα ένας δίκαιος κριτής ίσως να το έβρισκε σωστό που ως παιδί τιμωρήθηκα, όταν ξεμυαλιζόμουν και αφοσιωνόμουν στην μπάλα και τα παιχνίδια, αντί να μαθαίνω τα μαθήματα που, όταν μεγάλωνα, θα γίνονταν στα χέρια μου ένα άλλο επιζήμιο παιχνίδι. Αυτός όμως που με χτυπούσε δεν έκανε και τίποτε διαφορετικό από εκείνο που κάνει ένας μεγάλος όταν συμβεί να τον νικήσει, ακόμη και στην πιο ασήμαντη συζήτηση, ένας συνάδελφος του. Η οργή και η ζήλια που πνίγουν τους μεγάλους είναι διπλάσια από αυτά που δοκίμαζα εγώ όταν με κέρδιζε στη μπάλα ο συμπαίκτης μου.
Παναγιώτης Παγιάτης, Ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Σίσυφο
-
Καθηγητά, η ιστορία που θα σας πω έχει, νομίζω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Συνέβη ενώ βρισκόμουν σε ένα μικρό μπαράκι στην Αγίας Ζώνης λίγο πριν από
τη συνάντησ...
Πριν από 1 μήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου