Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990)
(Μέρος τρίτο)
Σιγή
Μέσα στο σώμα του, ένα άλλο σώμα, μεγάλο, ανεξιχνίαστο,
βουβό, - μια βουβαμάρα παντοδύναμη. Τα μεσημέρια
η τα βράδια, στο δείπνο, με την ήσυχη λάμπα, καθώς ανεβάζει
αργά, προσεχτικά το πιρούνι ως το στόμα του, το ξέρει
ότι ταΐζει εκείνο το άλλο, το άγνωστο, αδηφάγο στόμα.
Επίλογος
Ζωή, - ένα τραύμα στην ανυπαρξία.
Νύχτα
Ψηλός ευκάλυπτος μ’ ένα φαρδύ φεγγάρι.
Ένα άστρο τρέμει στο νερό.
Ουρανός άσπρος, ασημένιος.
Πέτρες, γδαρμένες πέτρες ως επάνω.
Ακούστηκε πλάι στα ρηχά
Δεύτερο, τρίτο πήδημα ψαριού.
Εκστατική, μεγάλη ορφάνια – ελευθερία.
(Πέτρες, 1968)
Παραπλανητική εξομολόγηση
Έριχνε τα μαλλιά της στον αγέρα, ωραία, ωραία, αγέρωχη·
έτρεχε ξαναμμένη στον ηλιόλουστο διάδρομο. «Εσάς – έλεγε –
δε σας χρειάζομαι διόλου. Εγώ είμαι ερωτευμένη με τ’ αγάλματα».
Έτρεχε, αγκάλιαζε τους πέτρινους εφήβους μπρος στα μάτια μας·
φιλούσε τον έναν στο στόμα, τον άλλον στο στήθος ή στο γόνατο,
τον άλλον στα νύχια των ποδιών. Γελούσε. Λάμπαν τα δόντια της.
Έτρεχε αγέρινη, χορεύοντας. Τέλος, σωριάστηκε στο πάτωμα.
Γελούσε ακόμη. Σκέπασε το πρόσωπο με τα μαλλιά της. Έκλαιγε.
Η χρυσή ζώνη της κρεμότανε στον ώμο ενός αγάλματος.
Υποθήκη
Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο· υπάρχω· υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δακτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
Είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.
Το αίμα
Ύστερα, μια κηλίδα από αίμα φάνηκε στην άσφαλτο·
η κηλίδα μεγάλωνε, απλωνόταν, κατάπινε
την αυλή, την καρέκλα, το πηγάδι, το σίγλο·
έμεινε απ’ έξω ένα μέτρο σκοινί – τόσο μόνο.
Το ρολόι της Μητρόπολης έγινε κόκκινο·
το ίδιο και το Ταχυδρομείο. Η κηλίδα απλωνόταν,
κατάπινε τα σπίτια, τα τηλεγραφόξυλα, τον ήλιο,
κατάπινε κι εμάς – μας έκρυβε μέσα στο κόκκινο.
Και μόνο που είδαμε το μέγεθος της, νιώσαμε και πάλι
ωραίοι, απλοί, συντεταγμένοι, αθωωμένοι.
Ο σκοινοβάτης
Όχι, δεν θέλει ν’ αφεθεί· το σκοινί τρέμει· κλείνει τα μάτια.
Το βάθος, κάτω, μαύρο από ησυχία. Το σκοινί δεν τελειώνει.
Τα μάτια ανοίγουν, διαστέλλονται, επιπλέουν, κοιτάζουν πάνω,
κρατιούνται από ‘να σύννεφο, ένα φύλλο· αλλάζουν, στρογγυλεύουν,
γίνονται δυο μεγάλοι κρίκοι· αρπάζεται απ’ τα μάτια του – να τον,
αφήνει το σκοινί, κάνει μια τούμπα στον αέρα, χαμηλώνει,
του πέφτει το καπέλο, πέφτει το λουλούδι του απ’ το πέτο· - να τον πάλι
που ψαύει το σκοινί με τ’ ακροδάχτυλα· ανεβαίνει τη σκάλα,
ισορροπεί, χαμογελάει· μια τελευταία υπόκλιση. Κανείς τριγύρω
να τον χειροκροτήσει. Μόνο μία φωνή: Κρατήσου, κρατήσου,
κρατήσου απ’ τα μάτια σου. Ποιος τον φωνάζει; Από πού τον φωνάζουνε;
(Κιγκλίδωμα, 1968-1969)
Αποσπασματικά
Έτσι ήταν· - κάτω απ’ τις σημαίες κανένας δεν σκεφτόταν.
Ύστερα, που μάζεψαν τις σημαίες και τις κλείσαν στο μπαούλο,
είχαν χάσει πια τη συνέχεια· κομμένο ένα πόδι, ένα χέρι,
κάποτε το κεφάλι. Στην κουζίνα χτυπούσε το ξυπνητήρι μονάχο·
έβραζε το νερό, ξεχείλιζε απ’ το μπρίκι. Τον τραυματία τον πέρασαν
κρυφά απ’ το διάδρομο, σκεπασμένον ολόκληρο με μια κουβέρτα.
Και, ξαφνικά, στο τελευταίο δωμάτιο ακούστηκε η κραυγή.
Όλοι έφεραν την παλάμη στο στόμα τους σαν να ‘ταν αυτοί που ‘χαν φωνάξει.
Άγνωστο όργανο
Δεν αγαπούσε πια τα πράγματα, τα λόγια, τα πουλιά που ‘χαν γίνει
συνθήματα ή σύμβολα· (και τίποτα σχεδόν δεν είχε ξεφύγει
τη μοίρα ετούτη). Έτσι προτίμησε να κλείσει το στόμα του
κάνοντας, όπως οι μουγκοί, κάτι παράδοξες κινήσεις
ήρεμες, διφορούμενες, πικρές και κάπως αστείες. Όμως κι εκείνες,
μερικά χρόνια αργότερα, συνθήματα είχαν καταντήσει.
Στο βυθό
Είδε το δύτη να κινείται βαθιά στο νερό
με ανάλαφρες, σάρκινες κινήσεις. Πιο πέρα
είδε το πήλινο πέος και τα πόδια του αγάλματος
να πατούν σταθερά στο βυθό. Κι είδε ακόμη
την πήλινη γυναίκα ξαπλωμένη, περιμένοντας
με το ‘να γόνατο ανασηκωμένο, μ’ ένα κόκκινο
ολότελα κόκκινο ψάρι στην κοιλιά της. Μονάχα
που δεν σαλεύαν τα φύκια, δεν υπήρχαν φύκια,
και το νόμισμα που ρίξαν από πάνω κατέβαινε αργά
ώσπου σταμάτησε μια σπιθαμή απ’ το στόμα της γυναίκας.
(Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, 1967-1971)
Ανταπόκριση
(Ένας ποιητής μιλάει σ’ έναν ποιητή του μέλλοντος)
Αν δεν ήξερα πως εσύ θα μ’ ακούσεις μια μέρα
δεν θα ‘χα πια τι να πω, δεν θα μπορούσα να μιλήσω,
κι η αράχνη που μας δίδαξε την κάθετη άνοδο
στο γυμνό τοίχο, θα στάθμευε στο στόμα μου
σπρώχνοντας ίσα μέσα στο λαιμό μου
τα τρία μαύρα κουμπιά του σακακιού μου
και τ’ άλλα τα λευκά απ’ τις πουκαμίσες των νεκρών.
Προσανατολισμός
Σχεδιασμοί οικονομικοί, χάρτες, πυξίδες, διαβήτες –
τίποτα δεν καταλαβαίναμε απ’ αυτά. Η προμελέτη
σε αποτυχία θα κατέληγε πάντοτε.
Εμείς
πιασμένοι απ’ το σκοινί κατεβαίναμε κάτω, πιο κάτω
στ’ αρχαίο πηγάδι, νιώθοντας στα πέλματα μας
τη σκοτεινή δροσιά του βάθους.
Στο στόμιο, επάνω,
ένα ελάχιστο φως (ίσως η καύτρα του δικού μας τσιγάρου),
κι οι πέτρες που κατρακυλούσαν στο βυθό
μας όριζαν μια θέση μες στον κρεμασμένο κόσμο.
Ο σκοινοβάτης κι οι θεατές
Ωραίος, εκπληκτικός σκοινοβάτης, ψηλά στον αέρα, –
τι ευαίσθητα πέλματα· και οι άκρες των δακτύλων – θαύμα·
κομψός, ευσταθής, με την κίτρινη ομπρέλα του – έτσι
σαν φωτοστέφανο δήθεν, – με δυο, με τρεις καρέκλες
κρατημένες στα δόντια του· με πόσα τόπια και στεφάνια
ν’ ανεβοκατεβαίνουνε στα χέρια του. Ωραίος, αλήθεια,
εκεί ψηλά, πάνω απ’ τις πολυθρόνες των θεατών, πάνω
απ’ τις τριανταφυλλιές, τα δέντρα, τα λαμπιόνια του Κήπου·
κι ύστερα μέσα στα χειροκροτήματα, που μάζευε
με μια παράξενη ησυχία τα σύνεργα του, ταυτόχρονα
υποκλινόμενος αόριστα· – τα τόπια στις θήκες τους,
το ίδιο και τα στεφάνια. Σιωπηλός. Έκλεισε τελευταία
την κίτρινη ομπρέλα του. Το σκοινί, τώρα, στο λαιμό του,
πατώντας όχι πια στο σκοινί, μα κατευθείαν στον αέρα.
Κι εμείς προσμέναμε καπνίζοντας, λίγο πιο κάτω,
κανονικά τη συνέχεια του προγράμματος, ιδίως
κείνο το νούμερο με τις χιλιάδες γυναικεία πόδια
στροβιλιζόμενα ψηλά με μαύρες κάλτσες και ψηλά τακούνια.
(Θυρωρείο, 1971)
Νυχτερινή περιπολία
Ανώνυμη πολιτεία, εναλλασσόμενη· αεικίνητα φώτα.
Πολύχρωμα γράμματα, σχήματα, εικόνες. Μεθυσμένοι
μονολογούν πάνω απ’ τον ίσκιο τους. Μια πρόσθεση – είπε –
κάνουν μια πρόσθεση (όχι ένωση, βέβαια) μ’ αριθμούς ξένους,
φανταστικούς αριθμούς· - πόσα κομμάτια χώρια. Υπάρχουν και ζώα
χαμένα στους δρόμους, ανόητα, περίλυπα. Αν τα φωνάξεις
δε γυρίζουν να δουν· φεύγουν αργά· δε φοβούνται. Ένα σκυλί
κοιτάζει το βλεφάρισμα των αστεριών στον άσπρο τοίχο,
ύστερα προχωρεί, ανεβαίνει τη σκάλα. Η τζαμόπορτα
είναι κατάφωτη. Μέσα στην αίθουσα είκοσι τέσσερα χέρια
κινούνται πάνω απ’ το μακρύ τραπέζι, σταματούν, μιμούνται
τη συμπεριφορά μιας μακρινής αθανασίας, ανταλλάσσουν
κολλαριστά χαρτονομίσματα (πιθανόν κίβδηλα) που δεν τους ανήκουν,
που δεν υπάρχουν· ως την ώρα που ακούγονται γύρω στους λόφους
τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες απ’ τους στρατώνες κρυμμένους στα πεύκα
και πια κανείς δεν είναι στους αποχρωματισμένους δρόμους
μονάχα τα τεράστια δοχεία απορριμμάτων κι οι πανύψηλες σκάλες
μέσα στο πελιδνό ξημέρωμα με τις όρθιες, τυφλές πινακίδες.
(Πάροδος, 1971-1972)
Ξημερώνει
Γήινο βάθος σκοτεινό ως το τέλος. Ένα μόνο
παράθυρο αναμμένο – ένα μεγάλο
κλεμμένο πράσινο διαμάντι. Ο ουρανός
ολόλευκος, ολόγυμνος. Ω, μυστικό ξημέρωμα – είπε –
δέρμα ολόλευκο κατάστικτο με κόκκινους πόρους· όνειρο,
όνειρο επουλωμένο, η ουλή σου πιο λευκή στον κρόταφο μας.
(Το μακρινό, 1975)