Paul Éluard (1895 – 1952)
(Μέρος δεύτερο)
Η επινόηση
Μια ευθεία αφήνει την άμμο να στάζει.
Όλες οι μεταμορφώσεις είναι πιθανές.
Κάπου μακριά, ο ήλιος ακονίζει στις πέτρες την βιασύνη του να τελειώνει
Η περιγραφή του τοπίου ελάχιστα ενδιαφέρει
Εντελώς κατάλληλη η ευχάριστη διάρκεια του θέρους.
Διαυγής και με τα δύο μου μάτια
Καθώς το νερό κι η φωτιά.
*
Ποιος ο ρόλος της ρίζας;
Διέρρηξε η απόγνωση όλους της τους δεσμούς
Τώρα φέρνει στο κεφάλι τα χέρια.
Ένα εφτά, ένα τέσσερα, ένα δύο, ένα ένα.
Εκατό γυναίκες στο δρόμο
Που πια δεν θα δω.
*
Η τέχνη του αγαπάν, η φιλελεύθερη τέχνη, η τέχνη του ευ αποθνήσκειν, η τέχνη του σκέπτεσθαι, η δίχως συνοχή τέχνη, η τέχνη του καπνίζειν, η τέχνη του τέρπεσθαι, η μεσαιωνική τέχνη, η διακοσμητική τέχνη, η τέχνη του επιχειρηματολογείν, η τέχνη του ευ επιχειρηματολογείν, η ποιητική τέχνη, η μηχανική τέχνη, η ερωτική τέχνη, η τέχνη του είναι τεκών, η τέχνη του χορού, η τέχνη του οράν, η τέχνη της συγκατάθεσης, η τέχνη του χαϊδεύειν, η γιαπωνέζικη τέχνη, η τέχνη του παίζειν, η τέχνη του εσθίειν, η τέχνη του βασανίζειν.
*
Ποτέ ωστόσο δεν βρήκα αυτό που γράφω σ’ αυτό που αγαπώ.
***
Η σιωπή του ευαγγελίου
Κοιμόμαστε με κόκκινους άγγελους που δίχως μικρά γράμματα και δίχως γλυκά ξυπνήματα μας δείχνουν απομονωμένα την έρημο. Κοιμόμαστε. Ένα φτερό μπορεί να μας σπάσει, απόδραση, έχουμε τροχούς πιο γερασμένους κι από πένες που πέταξαν, χαμένες, να εξερευνήσουν κοιμητήρια βραδύτητας, η μόνη λαγνεία.
*
Το μπουκάλι αυτό που περιβάλλουμε με τα ξεφτίδια των πληγών μας δεν αντιστέκεται σε καμία επιθυμία. Ας αδράξουμε τις καρδιές, τους εγκέφαλους, τους μυς της οργής, ας αδράξουμε τ’ αόρατα άνθη των χλωμών κοριτσιών και των δεμένων παιδιών, ας αδράξουμε το χέρι της μνήμης, ας κλείσουμε τα μάτια της θύμησης, θεωρία δέντρων κλέφτες παρωχημένων μας χτυπάει και μας διχάζει, όλα τα κομμάτια είναι καλά. Τι θα τους μοιάσει, τρόμος, απέχθεια ή οδύνη;
*
Να κοιμηθούμε, αδέρφια. Το ανεξήγητο κεφάλαιο κατέστη ακατανόητο. Γίγαντες περνούν αναδίδοντας φριχτούς στεναγμούς, στεναγμοί γίγαντα, στεναγμοί καθώς η αυγή επιθυμεί σπρώχνοντας, η αυγή που δεν μπορεί πια ν’ αναστενάξει, πριν απ’ το χρόνο, αδέρφια, πριν απ’ το χρόνο.
***
Απουσίες, Ι
Η επίπεδη ηδονή και άπορο το μυστήριο
Που να μην μ’ έχω δει.
Σας γνωρίζω, χρώμα των κορμών και των άστεων,
Ανάμεσα μας η διαφάνεια των εθίμων
Ανάμεσα σ’ απαστράπτοντα βλέμματα.
Κυλάει επάνω στις πέτρες
Καθώς που το νερό ταλαντεύεται.
Στην μια πλευρά της καρδιά μου παρθένες να συσκοτίζονται
Στην άλλη η παλάμη απαλή σε λοφοπλαγιές ν’ αναπαύεται.
Η καμπύλη του νερού ελάχιστου την κάθετη πτώση
Το ανακάτωμα αυτό των κατόπτρων.
Τα φώτα του προσδιορισμού, δεν ανοιγοκλείνω τα μάτια,
Δεν κινούμαι
Μιλάω
Κι όταν κοιμάμαι
Ο λαιμός μου το περιλαίμιο επιγραφή από τούλι.
***
Απουσίες, ΙΙ
Εξέρχομ’ απ’ τον βραχίονα των σκιών,
Στο υπογάστριο των σκιών,
Μόνος.
Η ελεημοσύνη λίγο ψηλότερα και μπορεί στ’ αλήθεια να παραμείνει,
Η αρετή ελεημονεί πρώτα τα στήθια της
Κι η χάρη αιχμάλωτη στων βλέφαρων της τα δίχτυα.
Πιο όμορφη απ’ τις μορφές των κερκίδων,
Πιο σκληρή,
Πιο βαθιά με τις πέτρες και τις σκιές.
Εκεί την συνάντησα.
Είναι εκεί όπου η διαύγεια δίνει την ύστατη μάχη της.
Κι αν αποκοιμιέμαι είναι πια για να μην ονειρεύομαι.
Τα όπλα του θριάμβου μου λοιπόν ποια θα είναι;
Που δένοντας τους αρμούς ο ήλιος στα μεγάλα μου μάτια ανοιχτά,
Κήπε των οφθαλμών μου!
Όλοι οι καρποί είν’ εδώ για ν’ απεικονίσουν τα άνθη,
Τα άνθη μέσα στη νύχτα.
Στο πρόσωπο της
Ανοίγει ξαφνικά ένα παράθυρο φύλλωμα
Που θ’ ακουμπούσα τα χείλια μου, φύση με δίχως ακτή;
Μια γυναίκα είναι πιο όμορφη απ’ τον κόσμο που ζω
Και κλείνω τα μάτια.
Εξέρχομ’ απ’ τον βραχίονα των σκιών,
Στο υπογάστριο των σκιών,
Και σκιές με προσμένουν.
Από τη συλλογή Πρωτεύουσα του πόνου (Capitale de la douleur,1926).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου