Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Γιατί τον είχαμε λησμονήσει...

Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990)

(Μέρος δεύτερο)


Φως

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς

μπρος στο παράθυρο,

ένα κλαδάκι μονάχα

σου κρύβει το μισό χωριό.


Ο έρωτας με την παλάμη του

Σου κρύβει όλο τον κόσμο.


Μένει το φως μονάχα.


Μικρή Μοναξιά


Στη γωνιά της αυλής, μέσα στα σαπουνόνερα,

κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν από το βάρος της ευωδιάς τους.

Κανένας δεν μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα.


Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή.


Ξεχασμένος καλλιτέχνης


Ένας ζωγράφος, μες το απόγευμα, σχεδίασε ένα τραίνο.

Το τελευταίο βαγόνι ξέκοψε από το χαρτί

και ξαναγύρισε μονάχο του στην αποθήκη.


Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το βαγόνι καθόταν ο ζωγράφος.


Ταύτιση


Μόνος.

Τ’ άσπρο και σκοτεινό σώμα της νύχτας,

κολλημένο στο σώμα του.

Υπάρχει; Δεν υπάρχει; Μες τα σπίτια, οι καρέκλες

έχουν τέσσερα πόδια.

Τόσο απλός είναι ο κόσμος.

Τόσο σύνθετος.


(Ασκήσεις, 1950-1960)


Στίχος


Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή.


Ο κλέφτης


Κλέφτης, – στ’ αλήθεια, κλέφτης, άσημος, σεσημασμένος·

παραμόνευε

γυναίκες κι άντρες, γέρους και παιδιά, φύλλα, παράθυρα,

λαμπτήρες,

παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά, τον εαυτό του.

Όλο έκλεβε

μια στάση τους, μιαν έκφραση τους, τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν

στο δρόμο,

τα ρούχα τους, όταν γδύνονταν την ώρα του έρωτα, τη σκέψη

τους,

τ’ άγνωστα σχήματα τους, τα δικά τους, τα δικά του, κι έφτιαχνε

μεγάλες, περίεργες ανθοδέσμες ή φύτευε γλάστρες. Τώρα,

στ’ ανθοπωλείο της γειτονιάς, πίσω απ’ τα τζάμια, τον βλέπαμε

να ραντίζει με την τρόμπα τα μεγάλα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες,

τα γαρύφαλλα

χωρίς να τα πουλάει μήτε να τα χαρίζει· – ένας κλέφτης

ιδιόρρυθμος,

ένας παρηκμασμένος πρίγκιπας μέσα στη σέρα του. Μόνο το

πρόσωπο του,

ωχρό, ξεχώριζε ανάμεσα στους πανύψηλους κρίνους,

σαν ένας νεκρός μέσα στο γυάλινο του φέρετρο. Ωστόσο,

στα κρύα του χειμώνα, αυτό το ανθοπωλείο με τ’ απούλητα

άνθη,

πάντα μας έδινε την αίσθηση μιας αιώνιας άνοιξης· κι ας μάθαμε

αργότερα

πως όλ’ αυτά τα λουλούδια ήταν χάρτινα, βαμμένα

με κόκκινη και κίτρινη μπογιά – πιότερο κόκκινη – σε

διάφορους τόνους.


(Μαρτυρίες Α', 1957-1963)


Ακίνητη απομάκρυνση


Κανένας δεν ακούει τον άλλο. Ούτε αυτός ακούει κανέναν.

Έτσι άρχισε να τραγουδάει αμίλητος τη δύσκολη δικαιοσύνη.

Στα βραδινά μπαλκόνια μέναν οι γυναίκες κουρασμένες.

Τα χέρια τους πάνω στα κάγκελα άναβαν γαλάζια ή ασημένια.

Και κάτω απ’ τα μπαλκόνια, τα καράβια με σβησμένα φώτα.


Πέρασμα


Γυναίκες κι άντρες πέρασαν γυμνοί καβάλα στ’ άλογα.

Στις ράχες των αλόγων τα όργανα τους έπαιζαν.

Πίσω τους έμειναν κλαδιά, λαγήνια, πούπουλα,

ένα μεγάλο χρώμα κατακόκκινο

κι ένα μακρύ φτερό να γράφει ο έρωτας.


Ο αναδυόμενος


Καθώς βγήκε απ’ τη θάλασσα, λάμποντας όλος, εκείνη

σύρθηκε στα χαλίκια, σκέπασε τα πόδια του με τα μαλλιά της.

Ολόγυρα φεγγοβολούσε η αγέρωχη ερημιά κι ακούγονταν

τα βέλη που χτυπούσαν στη μεγάλη, ολόχρυση ασπίδα.


(Επαναλήψεις, Σειρά πρώτη, 1963 – 1965)


Ο Ηρακλής κι εμείς


Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι από πάνω: -

ο γέρο-Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα· ο Εύρυτος

την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμωνα,

τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του Ερμή, ο Αρπάλυκος

που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,

του ‘μαθε για τα καλά την τέχνη των Αργείων: - την τρικλοποδιά·- με τούτην

κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα Γράμματα ακόμα.

Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση

μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου

δεν νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες

περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι

μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μόνο πως γραφτήκαν

κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.

Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες, - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι,-

Πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα.


Η απόγνωση της Πηνελόπης


Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν

τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, - όχι· καθαρά σημάδια:

η ουλή στο γόνατο του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,

ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,

μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,

να μην προδοθεί. Γι αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,

είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,

τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,

κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σαν να κοιτούσε

νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,

ακούγοντας, ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της

γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει

με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης

τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο

χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.


(Επαναλήψεις, Σειρά δεύτερη, 1968)


Η χαμένη Υπερβόρειος


Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει

πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όρια της,

ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,

μετακινούνταν όλο πιο μακριά.

Σήμερα βεβαιώθηκε:

μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχόντανε

οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες

Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς

τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντας τα

σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.

Και τώρα αναρωτιόμαστε

που τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα

με τ’ άρμα του που το ‘σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,

κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες

μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του

συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;

Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;

Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα

αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως

βρεθεί κανένα νέο κα το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,

πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,

μικρότερος η μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.


(Επαναλήψεις, Σειρά τρίτη, 1969)

Δεν υπάρχουν σχόλια: