Paul Éluard (1895 – 1952)
(Μέρος τρίτο)
Pablo Picasso
Τα όπλα του ύπνου μέσα στη νύχτα που σκάβοντας
Τα εξαίσια αυλάκια που διαχωρίζουνε τα κεφάλια μας.
Διασχίζοντας το διαμάντι, κάθε παράσημο κίβδηλο,
Κάτω από έναν απαστράπτοντα ουρανό, η γη είν’ αθέατη.
Το πρόσωπο της καρδιάς που έχοντας χάσει το χρώμα του
Και ο ήλιος μας ψάχνει και μας τυφλώνει το χιόνι.
Αν τον εγκαταλείψουμε, ο ορίζοντας έχει φτερά
Και τα βλέμματα μας από μακριά διασκορπίζουν τα λάθη.
Paul Klee
Εκεί, στη μοιραία κατωφέρεια, ο οδοιπόρος επωφελείται
Της ευεργεσίας της μέρας, παγωμένο οδόστρωμα δίχως χαλίκια,
Και τα γαλάζια μάτια του έρωτα, ανακαλύπτει την εποχή του
Που φέροντας σε όλα τα δάκτυλα δακτυλίδια αστέρια μεγάλα.
Στην ακτή η θάλασσα που εγκαταλείποντας τα αυτιά της
Και η άμμος σκαμμένη η τοποθεσία ενός ωραίου εγκλήματος.
Το βασανιστήριο είναι κάποτε πιο σκληρό για το δήμιο παρά για το θύμα
Τα μαχαίρια σημάδια κι οι σφαίρες τα δάκρυα.
Max Ernst
Κατασπαραγμένος απ’ τα φτερά κι υποταγμένος στη θάλασσα,
Άφησε να περάσει η σκιά του στην πτήση
Πουλιών μεγάλων της ελευθερίας.
Άφησε
Τη ράμπα σ’ εκείνους που πέφτουνε στη βροχή,
Άφησε τη σκεπή τους σ’ εκείνους που την επαληθεύουν.
Τότε το κορμί του που βρισκόταν σε τάξη,
Το ίδιο κορμί των άλλων που είχ’ εξανεμιστεί
Εκείνη την διάταξη που κρατούσε
Από το πρώτο αποτύπωμα του αίματος του στη γη.
Τα μάτια του τώρα που θαμμένα στο τοίχο
Και το πρόσωπο του ο βαρύς διάκοσμος τους.
Ένα ψέμα επιπλέον τη μέρα,
Μιαν επιπρόσθετη νύχτα, δεν υπάρχουνε πια τυφλοί.
Georges Braque
Ένα πτηνό απογειώνεται,
Απορρίπτει τους ουρανούς σαν άχρηστο πέπλο,
Ότι ποτέ το φως δεν φοβήθηκε,
Έγκλειστο μέσα στην πτήση του,
Ποτέ δεν είχε σκιά.
Κελύφη θερισμών ραγισμένων από τον ήλιο.
Όλα τα φύλλα στο δάσος που φωνάζουνε ναι,
Που δεν ξέρουνε παρά να φωνάζουνε ναι,
Κάθε ερώτηση, κάθε απάντηση
Κι η δροσιά να σταλάζει στα βάθη ετούτου του ναι.
Ένας άντρας με ανάλαφρα μάτια απεικονίζει του έρωτα ουρανό.
Που συλλέγοντας σημεία και τέρατα
Καθώς που τα φύλλα στο δάσος,
Καθώς που τα πουλιά στα φτερά τους
Κι οι άνθρωποι στα βάθη του ύπνου τους.
Joan Miro
Ήλιος της λείας που δέσμιος του μυαλού μου,
Απάγει τους λόφους, απάγει τα δάση.
Ο ουρανός πιο όμορφος από ποτέ.
Οι λιβελούλες των αμπελιών
Του δίνουνε κάποτε σχήματα ακριβή
Που διασκορπίζω με μια μου μόνο χειρονομία.
Σύννεφα μέρας της πρώτης
Ανεπαίσθητα σύννεφα και που τίποτε δεν εγκρίνουν,
Οι σπόροι τους καίνε
Στις φλόγες των βλεμμάτων μου από άχυρο.
Εντέλει, για να ντυθεί μιαν αυγή
Θα πρέπει ο ουρανός εξίσου αγνός με τη νύχτα.
Από τη συλλογή Πρωτεύουσα του πόνου (Capitale de la douleur,1926).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου