Νίκος Καρούζος
Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
(1962)
Νεότερος
Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή
με τον έρωτα
με τα στήθη
ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή
με γυμνά δάκρυα
με πόνο θησαυρισμένο βλέμμα
ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τους συνομηλίκους μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν έχει δεύτερη ζωή ν’ αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.
Σύντροφε ουρανέ
άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια
κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ’ όνειρο
πάει κι η αγάπη
χάνεται
σαν το νερό στην πέτρα.
Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;
Μες στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.
Εκέκραξα
Ήλιε πατρίδα μεγάλη
εσύ ο πλωτός Όνειρος και των πτηνών ευτυχία
των δεινών ο ασσύριος
και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο
δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.
Τα πάθη μ’ έχουν εύρει στην καρδιά
μέρες και νύχτες είμαι ο σωματικός που λιώνει
σε λαμπερά ποτάμια σε μαύρες φωνές
αγγίζοντας την ηλιόλουστη Ελένη
και μ’ εν’ αγγελικό σπαθί
τον άρτο της χαράς έχω μοιράσει.
Εδώ είναι σκοτάδι κι όνειρο βαθύ
πέρα της άλλης νύχτας τα μαλάματα.
Του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ ανωφέρεια
Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας
ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες
γελαστός άγγελος του δρυμού
μεγάλος ιδιοκτήτης
ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα
ιερέας των ήχων απ’ τη βροχή νεότερος
αγιόκλημα φυτρωμένο στ΄ όργανο της εκκλησίας
η θαλπωρή μες στην ανάγκη του θεού μεγάλη.
Παντρεύει τις φωνές με την καθαρότητα
περ΄ από κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους
δείχνοντας την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια
ψηλά στον ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.
Άγγελος της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους
κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό
κι ανοίγει τ’ άσπιλα φτερά ως την έλπιση.
Βλέπω τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί
τη θλίψη κομίζοντας των άστρων.
Ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι
διαβάτες που θέρισαν ένα-ένα
τα χαμηλά έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία
και στάθηκαν
ακούγοντας τους ουράνιους ήχους-
ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.
Ένα ψηλό χαρούμενο στάχυ βλέπω μες στην ουράνια Αττική
μετρώντας ήσυχα το θάνατο
μικρές ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους
ένα ψηλό χαρούμενο σταφύλι
μεθώντας την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια
στις ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον
ανθισμένο
πέρα που ο άνεμος έχει σταματήσει
εκεί που το όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου
κι η κορασιά κοιμάται μόνη.
Ένα ψηλό χαρούμενο δέντρο δίχως όνομα
ρίχνει τις μεγάλες σκιές ένα δέντρο
πώς καθρεφτίζεται στη στεριά της γαλήνης!
Κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα
τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.
Κρασί των αιθέρων
χύθηκε μες στους μίσχους ενθέων ψυχών
έρωτας ο γλυκύτερος του πόνου κάτοικος
ειρήνη και ο θάνατος όμαιμος ως τα πλάτη.
Χαίρε ο χλοερός ήλιος του χειμώνα
χαίρε ο ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα
συ θα τραγουδάς υιός εύοσμος
Ιωάννης.
Ήχοι την αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής
και πορφυρίζονται τα όνειρα με το αίμα.
σύγκορμος ο θνητός ανέφελα τα στήθη
κι η ορμή του σώματος περ’ απ’ το σώμα.
Στο φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών
ας ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα
μόνος ο θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.
Ένας βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα
ηχώ της βροχής
όταν ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.
Ρωγμές
Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μες στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.
Γυναίκα, πείσμα της Ασίας
Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ΄ τα βάθη των φυλών
είσαι πλανόδια σαν το φεγγάρι
ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος
γυναίκα, πείσμα της Ασίας.
Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει
καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη
νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι.
Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση
συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών
εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά
εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια.
Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα
σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του ονείρου
στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι
και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.
Να οι καιροί στα βήματα σου μ’ έφεραν
οι φυτικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη
μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει
τότε που φώναζα δίχως απόκριση: Θέλω να γίνω γαλάζιος.
Ήρθες να μείνεις ως το θάνατο
με πορφυρές ανταύγειες απ’ τα μέλη
ρώτησα μα δεν έμαθα που βρήκες το σκοτάδι
σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου
μόνη με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.
Ήρθες να μείνεις ως το μακρινό χάραμα
σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.
Εγώ δεν έζησα κι η ομορφιά της Αττικής είν’ όλο το ταξίδι μου.
Σε τόσους καημούς τραγουδώντας
δεν ξέρω τ’ όπλο της λησμονιάς.
Σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης – Ποιείν:
5 σχόλια:
"Ο,τι ειναι κοντρα στην Εκκλησια
με γεμιζει χαρα.
Ο,τι βλαπτει την Ταξη
συντεινει στην γαληνη μου.
Ο,τι αντικειται στην Ηθικη
ωφελει την υγεια μου.
Κι αφου τα σκατα ειναι μοιρασμενα,
λεω ν αρχισω,τωρα,
να γραφω διαβολικα ποιηματα."
Η.Πετροπουλος
Είσαι ο ήλιος το φεγγάρι και το φως μου
μονάκριβο στολίδι είσαι του κόσμου
μελαχρινή ομορφιά μου παντοτινή χαρά μου.
Πες μου ποιο είναι το πικρό παράπονό σου
αν μου φύγεις δεν θ' αντέξω στον χαμό σου
μελαχρινή ομορφιά μου παντοτινή χαρά μου.
Στίχοι: Σ.Κ.
Για την αντιγραφή: Στρατής Μediβίλλης
οχι πια παλη των ταξεων,μονο παλη κορμιων στο κρεβατι
Μ.Χακκας
Pίξτε μια ματιά κι εδώ για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου
http://gaynewsingreek.blogspot.com/2008/12/1.html
Βιάζεσαι όμως αγαπητή... θα ακολουθήσει και Ασλάνογλου... κάθε πράγμα στον καιρό του... παρεμπιπτόντως άκρως ενδιαφέρον τον Απέναντι Πεζοδρόμιο...
Χαιρετώ...
Δημοσίευση σχολίου